- προσεγγίσαι
- προσεγγίζωbring near: aor inf actπροσεγγίσαῑ , προσεγγίζωbring near: aor opt act 3rd sgπροσεγγίζωbring near: aor inf actπροσεγγίσαῑ , προσεγγίζωbring near: aor opt act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
προσεγγίσαι — προσεγγίζω bring near aor inf act προσεγγίσαῑ , προσεγγίζω bring near aor opt act 3rd sg προσεγγίζω bring near aor inf act προσεγγίσαῑ , προσεγγίζω bring near aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθίγγανος — ο (Μ Ἀθίγγανος) νεοελλ. αυτός που ανήκει στη φυλή τών Τσιγγάνων μσν. (κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, «ἀθίγγανος, ὁ μὴ θέλων τινί προσεγγίσαι» ο πληθ. ως ουσ. οἱ Ἀθίγγανοι προσωνυμία και τών αιρετικών Μελχισεδεκιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θιγγάνω… … Dictionary of Greek